5.5.08

Στιγμές

«Με το σπρέι του μυαλού μου»
«Συνηθίζω να λερώνω με συνθήματα τους τοίχους
ή να γράφω κάπου κάπου αποσπάσματα από στίχους
ή και πάλι να βαδίζω στη βροχή
άμα θες να ταξιδέψεις πάντα υπάρχει αφορμή...»
(Goin' Through)
της Παυλίνας Εξαδακτύλου, pavlinaex@gmail. com
φωτ: Γρηγόρης Σιαμίδης, siamidisgr@yahoo. com
Επτά μήνες στην περιοχή γύρω από τη Βασιλέως Ηρακλείου και τη Φράγκων. Ανάμεσα στα Λουλουδάδικα και την Κομνηνών. Από τα δικαστήρια στην Ερμού και πάλι πίσω. Μια ολόκληρη πόλη κάτω από τη μύτη της πόλης. Ενας ανείπωτος κόσμος. Ενας κόσμος πρέπει να ειπωθεί. Ανθρωποι ανάμεσα σε παρτέρια με πανσέδες, καρβέλια ψωμί, ταψιά μοσχομυριστής τυρόπιτας, παστά ψάρια, τενεκέδες με ελιές και τυριά, βάζα γεμάτα καβουρόψυχα.
Ενα ολόκληρο σύμπαν μέσα στην πόλη.
Τα αδέλφια Λαμπριανίδη με τις φωτοτυπίες στη Φραγκίνη. Ωρες ατέλειωτες γαντζωμένοι στα φωτοτυπικά. Πόσο δύσκολη δουλειά μου φαίνεται. Πόσο μονότονη. Πόση αντοχή χρειάζεται. Τους θαυμάζω. Οπως και τη Δέσποινα απ' το κυλικείο του Νίκου. Ενα καχεκτικό κορίτσι που κουβαλάει καφέδες από γραφείο σε γραφείο. Είναι πάντα χαμογελαστή. Πάντα ευγενική. Στα μάτια της όμως βλέπεις μια άλλη αλήθεια. Εχουν μια κρυμμένη θλίψη που γλιστρά καμιά φορά και σπάει στο πάτωμα. Το μπαράκι δίπλα στην Τράπεζα και στο ντελικατέσεν. Τα μεσημέρια γεμίζει με άνδρες που πίνουν ουζάκια με καλοφτιαγμένους μεζέδες. Μεσημέρια γεμάτα Μητροπάνο. «Σ' αναζητώ στη Σαλονίκη» και «Δώσε μου φωτιά».
Ο Κώστας που δουλεύει στο μπαρ.
Ενα παιδί λες και βγήκε από ελληνική ταινία της δεκαετίας του '60. Παπαμιχαήλ στις «Διπλοπενιές», Γεωργίτσης στις «Θαλασσιές τις χάντρες». Κοιτάζει με το πιο ευθύβολο βλέμμα που έχω δει ποτέ. Ετοιμάζεται να φύγει φαντάρος. Κομμάτι του ανείπωτου όλοι. Τα αδέλφια Λάμδα, η Δέσποινα, ο Κώστας. Ενας αληθινός κόσμος. Από κείνους που δε μπορείς να συναντήσεις σε ιλουστρασιόν σελίδες. Τριγύρω γεμάτο περίπτερα. Γυαλιστερά εξώφυλλα, γυαλιστερά χαμόγελα. Τόσο γυαλιστερά που παγώνεις. Κανένας από τους «ανείπωτους» δεν το έχει αυτό το χαμόγελο.
Δεν είναι χάρτινοι. Είναι απλά «ανείπωτοι».
Κανένας δεν σκοπεύει να τους κάνει εξώφυλλο. Οι «ανείπωτοι» δεν πουλάνε. Συνεχίζουν τις ζωές τους στα στενάκια της Φράγκων. Στα κατσαβίδια, τις πρίζες, τα ντουί και τα καλώδια. Το χώμα, τις κοπριές και τις μηχανές κλαδέματος. Ενας ζητιάνος Φράγκων με Τύπου. Κάθε μέρα εκεί. Οι δικηγορικές τσάντες σκαλίζουν προσωρινά την ηρεμία του, αλλά αυτός παραμένει εκεί. Δίπλα στο Ωδείο. Λες και περιμένει μια κοπέλα μ' ένα φαγωμένο στις άκρες φουστάνι να κατέβει τις σκάλες του Ωδείου, κρατώντας ένα βιολί. Ενα ανείπωτο όνειρο που χάνεται με το πρώτο σκάλισμα της τσάντας. Ανθρωποι που δεν θα ξεχάσεις ποτέ. Ζωές που πρέπει να μπουν σε λέξεις και προτάσεις. Να γραφτούν σαν συνθήματα σε τοίχους. «Στοιχειωμένη πολιτεία κάθε βράδυ τέτοια ώρα/ αντιμέτωπη η νύχτα με τα πνεύματά της τώρα/ και ο δρόμος, αφιλόξενος υγρός/ στα παγκάκια της πλατείας πάντα οι ίδιοι δυστυχώς/ ένα ακόμη παραμύθι μια ακόμη οπτασία/ κάθε σύνθημα που γράφω έχει άλλη σημασία/ κι ίσως κάποιος καταλάβει παραπάνω από μια λέξη/ και προλάβει να απαντήσει πριν να φέξει».

Υ.Γ: Η οδός Φράγκων αποτελούσε το κέντρο της ευρωπαϊκής συνοικίας της πόλης. Το 19ο αιώνα φιλοξενούσε το ναό της Αμίαντης Σύλληψης της Θεοτόκου, καθολική Εκκλησία, χτισμένη το 1897, το Νοσοκομείο των Ιησουϊτών και την Οθωμανική Τράπεζα, το σημερινό Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Τον Απρίλη του 1903 η Οθωμανική Τράπεζα ανατινάχθηκε με εκρηκτικά σ' ένα μπαράζ βομβιστικών επιθέσεων που συγκλόνισε τη Θεσσαλονίκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: